- περιστεροτρόφος
- οαυτός που εκτρέφει περιστέρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιστεροτρόφος — ο, ΝΑ αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και τον πολλαπλασιασμό τών περιστεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο τρόφος] … Dictionary of Greek
περιστεροτροφία — η, Ν εκτροφή περιστεριών για την οικονομική εκμετάλλευση τού κρέατος και τών φτερών τους ή για την εκπαίδευσή τους ως ταχυδρομικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστεροτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
περιστεροτροφείο — το / περιστεροτροφεῑον, ΝΑ, και περιστερεοτροφείο Ν [περιστεροτρόφος] ο χώρος στον οποίο εκτρέφονται περιστέρια … Dictionary of Greek